υπερατομικός

υπερατομικός
-ή, -ό, Ν [ατομικός]
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το άτομο, που δεν εξαρτάται από τη βούλησή του
2. φρ. «υπερατομικές αξίες» — αξίες που προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ τών ανθρώπων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερατομικός — ή, ό αυτός που είναι έξω από το άτομο, ο μη προσωπικός, ο απρόσωπος: Υπερατομικές αξίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”